- παχυκέφαλος
- (pachycephalus). Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των λανιδών, που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα και μακριά ουρά. Το πιο γνωστό είναι ο π. ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση, τα μάτια του είναι μικρά και το χρώμα του είναι καστανογάλαζο, λευκό κάτω από τον λαιμό και μαύρο στις παρειές, στα πλάγια του κεφαλιού και στο πάνω μέρος του στήθους.
* * *-η, -οαυτός που πάσχει από παχυκεφαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. χοντρο-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.